- αιδροδικης
- ἀϊδροδίκηςἀϊδρο-δίκης2не знающий законов, чуждый справедливости
(θῆρες Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(θῆρες Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αϊδροδίκης — ἀιδροδίκης, ο (Α) αυτός που αγνοεί το δίκαιο, ο περιφρονητής τού νόμου, ο παράνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄιδρος + δίκη] … Dictionary of Greek
ἀιδροδίκης — lawless masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀιδροδίκας — ἀιδροδίκᾱς , ἀιδροδίκης lawless masc acc pl ἀιδροδίκᾱς , ἀιδροδίκης lawless masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)